ακανθικός

ακανθικός
-ή, -ό (Α ἀκανθικός, -ή, -ὸν) [ἀκανθα]
ακανθώδης, γεμάτος αγκάθια
«ἀκανθικὴ φύσις» (Θεοφρ., Φυτ. Αιτ. 4, 6).
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξενικού όρου
< ακανθικός* + τρήμα «οπή, τρύπα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀκανθικῶν — ἀκανθικός spinous fem gen pl ἀκανθικός spinous masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκανθικοῖς — ἀκανθικός spinous masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκανθικῆς — ἀκανθικός spinous fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκανθική — ἀκανθικός spinous fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκανθα — Το αγκάθι, βελονοειδές έκφυμα των φυτών. Με το ίδιο όνομα υπάρχει και θάμνος που αριθμεί τρεις ποικιλίες, ά. η βασιλική, ά. η ινδική και ά. η αραβική καθώς και ένα δέντρο ιθαγενές της Αιγύπτου, γνωστό με την επιστημονική ονομασία ά. η αιγύπτια. Ά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”